- πριονοειδής
- -ές, ΝΑο όμοιος με οπριόνι, οδοντωτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίων, -ονος + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
πρίων — (I) ο, ΝΑ το πριόνι αρχ. 1. είδος χειρουργικού τρυπάνου με οδοντωτό τροχό κατάλληλο για διάτρηση και πριονισμό τού κρανίου 2. ο πριονιστής («ὡς πρίων , ὁ μὲν ἕλκει, ὁ δ ἀντενέδωκε», Αριστοφ.) 3. ως κύριο όν. Πρίων παρωνύμιο εμπόρου ξύλων 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
πριονώδης — ῶδες, Α [πρίων, ονος) πριονοειδής, πριονωτός («τόδε κατὰ τὰς πτέρυγας αὐταῑς πεποίκιλται λευκῷ πριονώδεσι σχήμασι», Κλύτ.). επίρρ... πριονωδῶς Α με πριονοειδή τρόπο, οδοντωτά … Dictionary of Greek
ՍՂՈՑԱՁԵՒ — ( ) NBH 2 0723 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c ա. πριονοειδής, πριστοειδής կամ περιστηροειδής serrae speciem referens. Ունօղ զձեւ սղոցի. ժանեւոր իբրեւ զսղոց. *Արարի զքեզ իբրեւ զանիւս նորս սղոցաձեւ կամնասայլից. Ես.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)